- τρί-δυμος
τρί-δυμος, nach δίδυμος gebildet, dreifach, dreidoppelt; τρίδυμοι, mit u. ohne παῖδες, Drillinge, Plut. plac. phil. 5, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-δυμος, nach δίδυμος gebildet, dreifach, dreidoppelt; τρίδυμοι, mit u. ohne παῖδες, Drillinge, Plut. plac. phil. 5, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφτάδυμος — η, ο αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλα έξι αδέλφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + δυμος αναλογικά προς το δι δυμος* (πρβλ. τρί δυμος)] … Dictionary of Greek
δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… … Dictionary of Greek
πολύδυμος — η, ο, Ν φρ. «πολύδυμη κύηση» ιατρ. η κυοφορία περισσότερων από ένα εμβρύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δυμος (< θ. τού δύ ο + επίθημα μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. τρί δυμος] … Dictionary of Greek
τρίδυμος — η, ο / τρίδυμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με δύο άλλους κατά τον ίδιο τοκετό 2. τριπλός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίδυμα τρία παιδιά που γεννήθηκαν μαζί κατά τον ίδιο τοκετό νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τρίδυμοι τα τρίδυμα … Dictionary of Greek