- τρί-βαφος
τρί-βαφος, dreimal in die Farbe getaucht, d. i. echt gefärbt, Io. Laur. Lyd. mens. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-βαφος, dreimal in die Farbe getaucht, d. i. echt gefärbt, Io. Laur. Lyd. mens. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίβαφος — ον, Α ο τρεις φορές βαμμένος, δηλαδή ο καλά ή ανεξίτηλα βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βαφος (< βαφή), πρβλ. δί βαφος] … Dictionary of Greek