- τρι-άρμενος
τρι-άρμενος, mit drei Segeln, Masten, Luc. Pseudol. 27 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-άρμενος, mit drei Segeln, Masten, Luc. Pseudol. 27 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίκουρος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ(αθ)αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. ἡμί κουρος] … Dictionary of Greek
τριάρμενος — η, ο / τριάρμενος, ον, ΝΑ (για ιστιοφόρο) αυτός που έχει τρία άρμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἄρμενον, ἄρμενα (πρβλ. εννε άρμενος)] … Dictionary of Greek