- τριάς
τριάς, άδος, ἡ, die Drei, Dreizahl, Plat. Phaed. 104 a u. Folgde; Dreieinigkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριάς, άδος, ἡ, die Drei, Dreizahl, Plat. Phaed. 104 a u. Folgde; Dreieinigkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριάς — the number three fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάς — (I) άδος, η, ΝΜΑ βλ. τριάδα. (II) ᾱντος, ό Α 1. σικελικό νόμισμα ίσο προς το ένα τρίτο τής λίτρας, δηλ. ίσο προς τέσσερεις ουγγιές 2. (κατά τον Ησύχ.) «τριᾱντος πόρνη λαμβάνουσα τριᾱντα, ὅ ἐστι λεπτὰ εἴκοσι (κα )». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση… … Dictionary of Greek
τριά — τριάς the number three fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάδα — τριάς the number three fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάδας — τριάς the number three fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάδες — τριάς the number three fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάδι — τριάς the number three fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάδος — τριάς the number three fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάδων — τριάς the number three fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάσι — τριάς the number three fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριάσιν — τριάς the number three fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)