τριάριοι

τριάριοι

τριάριοι, οἱ, die römischen triarii, Pol. 6, 23, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριάριοι — τριά̱ριοι , τριάριοι triarii masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριάριοι — oἱ, Α οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και εμπειρότεροι από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι κατείχαν την τρίτη θέση τής παράταξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triarii] …   Dictionary of Greek

  • τριαρίοις — τριᾱρίοις , τριάριοι triarii masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαρίους — τριᾱρίους , τριάριοι triarii masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριαρίων — τριᾱρίων , τριάριοι triarii masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”