τρι-θάλασσος

τρι-θάλασσος

τρι-θάλασσος, att. -ττος, dreimeerig, zwischen drei Meeren od. von drei Meeren umgeben, Strabo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριθάλασσος — η, ο / τριθάλασσος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. τριθάλαττος, ον, Α (για τόπο) αυτός που περιβρέχεται από τρεις θάλασσες («τριθάλαττος ἡ Βοιωτία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ὑπερ θάλασσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”