- τρι-γέρων
τρι-γέρων, οντος, dreifacher Greis, d. i. sehr alt; μῦϑος Aesch. Ch. 312; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-γέρων, οντος, dreifacher Greis, d. i. sehr alt; μῦϑος Aesch. Ch. 312; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγέρων — οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για πράγματα) πολύ παλαιός, παμπάλαιος (α. «τριγέρων μῡθος τάδε φωνεῑ», Αισχύλ. β. «τριγέρων οἶνος», Ευστ.) αρχ. (για πρόσ.) πολύ γέρος, υπέργηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γέρων] … Dictionary of Greek