τρι-κάρηνος

τρι-κάρηνος

τρι-κάρηνος, poet. statt τρικέφαλος, dreihäuptig; Hes. Th. 287; Pind. frg. 70; ϑήρ, Eur. Herc. Fur. 611; Her. 9, 81; Sp., wie Coluth. 14, Luc. Philopatr. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρικάρηνος — και δωρ. τ. τρικάρανος, ον, Α αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı κάρηνος] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντακάρηνος — και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, ον, Α αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι κάρηνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”