- τριγλῖτις
τριγλῖτις, ιδος, ἡ, der τρίγλα gleich, ἀφύη, Ath. VII, 285 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγλῖτις, ιδος, ἡ, der τρίγλα gleich, ἀφύη, Ath. VII, 285 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγλίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. είδος ψαριού που μοιάζει με την τρίγλη 2. ο τρίγλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. καλαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τριγλῖτιν — τριγλῖτις like the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίτιδι — τριγλί̱τιδι , τριγλῖτις like the fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)