- τρι-γλώχῑν
τρι-γλώχῑν, ινος, dreizüngig, dreispitzig, dreizackig; ὀϊστός, ἰός, Il. 5, 393. 11, 507; Σικελία, Pind. frg. 219; sp. D.; Luc. Pseudol. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-γλώχῑν, ινος, dreizüngig, dreispitzig, dreizackig; ὀϊστός, ἰός, Il. 5, 393. 11, 507; Σικελία, Pind. frg. 219; sp. D.; Luc. Pseudol. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυγλώχιν — ὁ, ἡ, Α 1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.) 2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχιν)] … Dictionary of Greek
τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… … Dictionary of Greek
τετραγλώχις — ινος, ό, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι γλώχις] … Dictionary of Greek