- τρι-κέφαλος
τρι-κέφαλος, dreiköpfig, Luc. Hermot. 74 V. H. 1, 11 u. a. Sp. – [Die attischen Dichter brauchten die Penultima zuweilen lang, als wäre τρικέφαλλος geschrieben, B. A. 49; s. Dind. Ar. Equ. 418.]
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-κέφαλος, dreiköpfig, Luc. Hermot. 74 V. H. 1, 11 u. a. Sp. – [Die attischen Dichter brauchten die Penultima zuweilen lang, als wäre τρικέφαλλος geschrieben, B. A. 49; s. Dind. Ar. Equ. 418.]
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρικέφαλος — η, ο / τρικέφαλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία κεφάλια νεοελλ. φρ. «τρικέφαλος μυς» (ανατ. φυσιολ.) ονομασία δύο μυών τού ανθρώπινου σώματος, τού τρικέφαλου βραχιονίου και τού τρικέφαλου κνημιαίου, οφειλόμενη στην τριπλή έκφυσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
τρισσοκέφαλος — ον, Α τρικέφαλος («τρισσοκέφαλος, ἰδεῑν ὀλοὸν τέρας», Ορφ. Αργ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. τρι κέφαλος] … Dictionary of Greek