- τρι-γενία
τρι-γενία, ἡ, = τριγένεια, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-γενία, ἡ, = τριγένεια, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραλογία — Ονομάστηκε τ. από τους αρχαίους Έλληνες η σύσταση ή ενότητα 4 λόγων ή διαλόγων. Η λέξη λόγος σημαίνει και τον μύθο ή την υπόθεση του δράματος. Γι’ αυτό τ. είναι η σύσταση 4 δραμάτων, από τα οποία τα 3 πρώτα είναι τραγωδίες και το τέταρτο σατυρικό … Dictionary of Greek
τρισευγενής — ές, Μ ευγενέστατος, με πάρα πολύ ευγενή καταγωγή, με πολύ ανώτερη γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + εὐγενής] … Dictionary of Greek