- τρι-γενής
τρι-γενής, ές, von dreifachem Geschlecht, im grammatischen Sinne, Schol. Od. 1, 97 gramm. Dion. Thr. p. 944.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-γενής, ές, von dreifachem Geschlecht, im grammatischen Sinne, Schol. Od. 1, 97 gramm. Dion. Thr. p. 944.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγενής — ές, ΝΜΑ γραμμ. (για επίθ.) αυτός που έχει τρία γένη («επίθετο τριγενές και δικατάληκτο») αρχ. 1. (για την κάμπια και τα όμοια έντομα που έχουν τρεις περιόδους ζωής και υφίστανται μεταμόρφωση) αυτός που γεννιέται τρεις φορές («τριγενοῦς ὑπαρχούσης … Dictionary of Greek