- τριγκός
τριγκός, ὁ, u. τριγκόω, f. L. statt ϑριγκός, ϑριγκόω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριγκός, ὁ, u. τριγκόω, f. L. statt ϑριγκός, ϑριγκόω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίγκος — ο, Ν ναυτ. (κν. ονομ.) το ακάτιο ιστίο … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek
ՑԱՆԿ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0908 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. ՑԱՆԿ կամ ՑԱՆԳ. φραγμός sepes, sepimentum θριγκός, τριγκός septum, vallum, maceria եւն. (ʼի բառէս Անկ կամ յանգ. իբր ցեզր, ցվերջ.) Անջրպետ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)