- σήπη
σήπη, ἡ, = σαπρία, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήπη, ἡ, = σαπρία, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήπη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήπῃ — σήπη fem dat sg (attic epic ionic) σήπω make rotten pres subj mp 2nd sg σήπω make rotten pres ind mp 2nd sg σήπω make rotten pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήπη — ἡ, Α [σήπομαι] σηπεδών* … Dictionary of Greek
σηπῶν — σήπη fem gen pl σήψ putrefying sore fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπεύω — Α προκαλώ σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. τ. σχηματισμένο είτε από το ρ. σήπω / σήπομαι είτε από τον τ. σήπη] … Dictionary of Greek
σηποποιός — όν, Α αυτός που προκαλεί σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήπη «σήψη, σαπίλα» + ποιός*] … Dictionary of Greek