- σήπιον
σήπιον, od. σηπίον, τό, der Rückenknochen des Tintenfisches, σηπία, der sogenannte Meerschaum, os sepiae, Arist. H. A. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήπιον, od. σηπίον, τό, der Rückenknochen des Tintenfisches, σηπία, der sogenannte Meerschaum, os sepiae, Arist. H. A. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηπίον — bone of the sepia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπίου — σηπίον bone of the sepia neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπίων — σηπίον bone of the sepia neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπίῳ — σηπίον bone of the sepia neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήπιο — το / σήπιον, ΝΑ, και σηπίον και σήπειον Α [σηπία] το ραχιαίο κέλυφος που υπάρχει στο εσωτερικό τού σώματος τής σουπιάς, κν. κόκαλο τής σουπιάς νεοελλ. ο σηπιόλιθος … Dictionary of Greek
σήπειον — τὸ, Α βλ. σήπιον … Dictionary of Greek
σηπιόλιθος — ο, Ν γεωλ. ινώδες ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου, με λευκό, γκρίζο ή υπόλευκο χρώμα, που μοιάζει με το κόκαλο τής σουπιάς, από όπου πήρε και την ονομασία του, αλλ. σήπιο(ν) ή αφρός τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. sepiolite… … Dictionary of Greek
σηπία — σηπίᾱ , σηπία cuttle fish fem nom/voc/acc dual σηπίᾱ , σηπία cuttle fish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σηπίον bone of the sepia neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)