- σήρ
σήρ, σηρός, ὁ, der Seidenwurm aus dem Lande der Seren, Sp. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σήρ, σηρός, ὁ, der Seidenwurm aus dem Lande der Seren, Sp. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σήρ — silkworm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήρ — silkworm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήρ — ηρός, ὁ, Α 1. μεταξοσκώληκας 2. μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από το κινεζ. se «μετάξι». Ο τ. σήρ με σημ. «μεταξοσκώληκας» είναι υποχωρητικό παράγωγο τού τ. σήρ «μετάξι». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. Sērēs,… … Dictionary of Greek
σηρ — το, Ν ινδική μονάδα βάρους, ισοδύναμη με 910 γραμμάρια … Dictionary of Greek
Σηρσίν — Σήρ silkworm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηρσίν — Σήρ silkworm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηρῶν — Σήρ silkworm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηρῶν — Σήρ silkworm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηρός — Σήρ silkworm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηρός — Σήρ silkworm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σῆρα — Σήρ silkworm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)