σώ-φρων

σώ-φρων

σώ-φρων, ον, poet. σαόφρων, gesundes Sinnes, Geistes, gesunder Seele, bei gesundem, nüchternem Verstande, verständig; Il. 21, 462 Od. 4, 158; Theogn.; Χείρων, Pind. P. 3, 63; bes. mäßig, enthaltsam, frei von Leidenschaften, I. 7, 25; oft bei Tragg. von Menschen, auch σώφρονος γνώμης δ' ὰμαρτεῖν, Aesch. Ag. 1649, εὐχὰς μὲν αἰνῶ τάςδε σώφρονας, Suppl. 691, wie Soph., z. B. τὸ γὰρ νοσοῠντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος, Trach. 435; Eur.; Ar. σωφρόνως τραφῆναι, Eqn. 334; u. in Prosa : έπὶ τὸ σωφρονέστερον, Her. 3, 71; Thuc. 3, 58. 62 u. öfter; σώφρονα ὄντα καὶ ἔγκρατῆ αὐτὸν ἑαυτοῦ, Plat. Gorg. 491 d, u. öfter; compar. σωφρονέστερος, Legg. II, 665 e; Ggstz ὑβριστής, Xen. Cyr. 3, 1, 21; σωφρόνως, im Ggstz von ἀπλήστως, 4, 1, 15. S. Arist. eth. 3, 10. 6, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρῶν — φράζω point out fut part act masc voc sg φράζω point out fut part act neut nom/voc/acc sg φράζω point out fut part act masc nom sg (attic epic ionic) φρέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… …   Dictionary of Greek

  • επίφρων — ἐπίφρων, ον (Α) 1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ. β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν… …   Dictionary of Greek

  • ευθυδικόφρων — εὐθυδικόφρων, ον (Μ) αυτός που κρίνει με ευθύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύδικος + φρων < θ. φρέν τού φρην, φρενός (πρβλ. ά φρων, εχέ φρων)] …   Dictionary of Greek

  • ευθύφρων — εὐθύφρων, ον (ΑΜ) ο ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φρων < θ. φρεν τού φρην, γεν. φρεν ός (πρβλ. εύ φρων, παρά φρων)] …   Dictionary of Greek

  • ευσεβόφρων — εὐσεβόφρων, ὁ (Α) αυτός που έχει ευσεβές φρόνημα. επίρρ... ευσεβοφρόνως (ΑΜ) σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φρων (< φρην), πρβλ. αλλό φρων, εχέ φρων] …   Dictionary of Greek

  • εχθρόφρων — ἐχθρόφρων, ον (Α) (κατά το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, εχέ φρων] …   Dictionary of Greek

  • ζηνόφρων — ζηνόφρων, ον (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που γνωρίζει τις σκέψεις και τις αποφάσεις τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. τού Ζευς*, + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας φρεν τού φρην, φρενός), πρβλ. εχέ φρων, παρά φρων] …   Dictionary of Greek

  • ηδύφρων — ἡδύφρων, όνος, ὁ (Μ) αυτός που φρονεί καλά, ευνοϊκός, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, δαΐ φρων] …   Dictionary of Greek

  • ηλεόφρων — ἠλεόφρων, ον (Α) μωρός στο μυαλό, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων παρά φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”