Σωτείρᾳ — Σωτείρᾱͅ , Σώτειρα an antidote fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτείρᾳ — σωτείρᾱͅ , σώτειρα an antidote fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σώτειρα — an antidote fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώτειρα — an antidote fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώτειρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.), στην επαρχία Καρυστίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καλλιανού. * * * η, Ν βλ. σωτήρας … Dictionary of Greek
Σωτείρας — Σωτείρᾱς , Σώτειρα an antidote fem acc pl Σωτείρᾱς , Σώτειρα an antidote fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτείρας — σωτείρᾱς , σώτειρα an antidote fem acc pl σωτείρᾱς , σώτειρα an antidote fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σώτειρ' — Σώτειρα , Σώτειρα an antidote fem nom/voc sg Σώτειραι , Σώτειρα an antidote fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώτειρ' — σώτειρα , σώτειρα an antidote fem nom/voc sg σώτειραι , σώτειρα an antidote fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτείρῃ — Σώτειρα an antidote fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτείρῃ — σώτειρα an antidote fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)