σαπέρδης — the fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπέρδης — ὁ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κορακίνος ή πλατίστακος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
σαπέρδαι — σαπέρδης the fish masc nom/voc pl σαπέρδᾱͅ , σαπέρδης the fish masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπέρδαις — σαπέρδης the fish masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπέρδη — σαπέρδης the fish masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπέρδην — σαπέρδης the fish masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπέρδῃ — σαπέρδης the fish masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπερδίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. ο σαπέρδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπέρδης + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς)] … Dictionary of Greek
σαπέρδας — σαπέρδᾱς , σαπέρδης the fish masc acc pl σαπέρδᾱς , σαπέρδης the fish masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαπέρδιον — τὸ, Α [σαπέρδης] (ως υποκορ. τού σαπέρδη) υβριστικό παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης … Dictionary of Greek
πλατίστακος — ὁ, Α 1. το ψάρι μύλλος*. το μυλοκόπι 2. το ψάρι σαπέρδης* 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» 4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ … Dictionary of Greek