- σᾱπώνιον
σᾱπώνιον, τό, dim. vom Vorigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σᾱπώνιον, τό, dim. vom Vorigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπωνίου — σαπώνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπωνίῳ — σαπώνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπούνι — το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. τού αρχ. σάπων με τροπή τού ω σε ου (πρβλ. πουλάρι … Dictionary of Greek
σαπώνιο — το / σαπώνιον, ΝΑ, και σαφώνιον ΜΑ [σάπων] νεοελλ. μικρό επίμηκες τεμάχιο σαπουνιού που χρησιμοποιούσαν ως υπόθετο αρχ. υποκορ. μικρό σαπούνι … Dictionary of Greek
σαφώνιον — τὸ, ΜΑ βλ. σαπώνιον … Dictionary of Greek