- σώρευσις
σώρευσις, ἡ, das An-, Aufhäufen; Aris. metaph. 12, 2; Schol. Il. 7, 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σώρευσις, ἡ, das An-, Aufhäufen; Aris. metaph. 12, 2; Schol. Il. 7, 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σώρευσις — accumulation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύσει — σώρευσις accumulation fem nom/voc/acc dual (attic epic) σωρεύσεϊ , σώρευσις accumulation fem dat sg (epic) σώρευσις accumulation fem dat sg (attic ionic) σωρεύω heap aor subj act 3rd sg (epic) σωρεύω heap fut ind mid 2nd sg σωρεύω heap fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύσεις — σώρευσις accumulation fem nom/voc pl (attic epic) σώρευσις accumulation fem nom/acc pl (attic) σωρεύω heap aor subj act 2nd sg (epic) σωρεύω heap fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώρευση — σώρευσις, εύσεως, ΝΜΑ [σωρεύω] τοποθέτηση σε σωρό, επισώρευση νεοελλ. 1. συσσώρευση, συγκέντρωση 2. φρ. «αντικειμενική σώρευση αγωγών» (νομ.) η με το ίδιο δικογράφημα άσκηση περισσότερων αγωγών από τον ίδιο ή τους ίδιους ενάγοντες κατά τού ίδιου… … Dictionary of Greek
σώρευσιν — σώρευσις accumulation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύσῃ — σωρεύσηι , σώρευσις accumulation fem dat sg (epic) σωρεύω heap aor subj mid 2nd sg σωρεύω heap aor subj act 3rd sg σωρεύω heap fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)