- σᾱπέρδιον
σᾱπέρδιον, τό, dim. von σαπέρδης, bei Ath. XIII, 591 Spottname einer Buhldirne, Sardellchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σᾱπέρδιον, τό, dim. von σαπέρδης, bei Ath. XIII, 591 Spottname einer Buhldirne, Sardellchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπέρδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαπέρδιον — τὸ, Α [σαπέρδης] (ως υποκορ. τού σαπέρδη) υβριστικό παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης … Dictionary of Greek
τσαπερδόνα — η, Ν πεταχτό, παιχνιδιάρικο και έξυπνο κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαπέρδιον, υβριστικό παρωνύμιο της εταίρας Φρύνης (< σαπέρδης «είδος ψαριού»)] … Dictionary of Greek