- σᾱπερδίς
σᾱπερδίς, ἡ, ein frischer Fisch, also verschieden von σαπέρδης, Arist. H. A. 8, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σᾱπερδίς, ἡ, ein frischer Fisch, also verschieden von σαπέρδης, Arist. H. A. 8, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαπερδίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. ο σαπέρδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπέρδης + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς)] … Dictionary of Greek