- σκευόω
σκευόω, = σκευάζω, ἑτοιμάζω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευόω, = σκευάζω, ἑτοιμάζω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευοῦσθαι — σκευόω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευῶν — σκεῡῶν , σκεῦος vessel neut gen pl (attic epic doric) σκευάζω prepare fut part act masc voc sg σκευάζω prepare fut part act neut nom/voc/acc sg σκευάζω prepare fut part act masc nom sg (attic epic ionic) σκευή equipment fem gen pl σκευόω pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιασκεύου — ἐν , διά σκευόω pres imperat act 2nd sg ἐν , διά σκευόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιασκεύων — ἐν , διά σκευόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐν , διά σκευόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεύους — σκεύ̱ους , σκεῦος vessel neut gen sg (attic epic doric) σκευόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιασκεύως — ἐν , διά σκευόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)