σκευό-τριψ

σκευό-τριψ

σκευό-τριψ, ιβος, von Arcad. 94 ohne Erkl. angeführt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορνότριψ — ιβος, ὁ Α αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό τριψ, σκευό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • χοιρότριψ — τριβος, ὁ, Α χοιρόθλιψ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αἰγό τριψ, σκευό τριψ] …   Dictionary of Greek

  • πεδότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + τριψ, βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό τριψ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”