- σκευαστός
σκευαστός, adj. verb. von σκευάζω, bereitet, zugerüstet, zugerichtet, was sich gut zubereiten läßt; Ggstz φυτευτός, Plat. Rep. VI, 510 a, vgl. Ep. VII, 342 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευαστός, adj. verb. von σκευάζω, bereitet, zugerüstet, zugerichtet, was sich gut zubereiten läßt; Ggstz φυτευτός, Plat. Rep. VI, 510 a, vgl. Ep. VII, 342 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευαστός — prepared by art masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστόν — σκευαστός prepared by art masc acc sg σκευαστός prepared by art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστοῖς — σκευαστός prepared by art masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστοί — σκευαστός prepared by art masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστῷ — σκευαστός prepared by art masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστά — σκευαστά̱ , σκευαστής preparer masc nom/voc/acc dual σκευαστής preparer masc voc sg σκευαστής preparer masc nom sg (epic) σκευαστός prepared by art neut nom/voc/acc pl σκευαστά̱ , σκευαστός prepared by art fem nom/voc/acc dual σκευαστά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαστῶν — σκευαστής preparer masc gen pl σκευαστός prepared by art fem gen pl σκευαστός prepared by art masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατασκεύαστος — εὐκατασκεύαστος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάζεται εύκολα 2. ο κατασκευασμένος καλά, ο καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σκευαστός (< κατα σκευάζω)] … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
νάρφη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκευαστὸς ἄρτος, ὃ καὶ μασιτρίς» … Dictionary of Greek
σκευαστοῦ — σκευαστής preparer masc gen sg σκευαστός prepared by art masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)