- σκιταλίζω
σκιταλίζω, ein wollüstiges Verlangen haben, zeigen, πρὸς τὰς περιβολάς, Long. 3, 13; vgl. Σκίταλοι in nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιταλίζω, ein wollüstiges Verlangen haben, zeigen, πρὸς τὰς περιβολάς, Long. 3, 13; vgl. Σκίταλοι in nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιταλίζω — Α [Σκίταλοι] είμαι λάγνος … Dictionary of Greek
ἐσκιτάλιζε — σκιταλίζω to be lustful imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)