- σκευ-ωρός
σκευ-ωρός, Geräthschaft, Gepäck bewachend, Poll. 10, 16 aus Cratin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευ-ωρός, Geräthschaft, Gepäck bewachend, Poll. 10, 16 aus Cratin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ … Dictionary of Greek
σηματωρός — ο, Ν ναυτ. υπαξιωματικός ή ναύτης που έχει ως έργο την εκπομπή και λήψη οπτικών σημάτων με φανό ή σημαίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + ωρός / ουρός, πρβλ. σκευ ωρός (βλ. λ. ὁρῶ)] … Dictionary of Greek