- σεισί-χθων
σεισί-χθων, ὁ, Erderschütterer, Beiw. des Poseidon; Pind. I. 1, 52; Luc. philop. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεισί-χθων, ὁ, Erderschütterer, Beiw. des Poseidon; Pind. I. 1, 52; Luc. philop. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σεισίχθων — ον, Α (συν. ως προσωνυμία τού Διός και τού Ποσειδώνος) αυτός που σείει, που ταράζει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισι τού σείω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος + χθών «γη» (πρβλ. δαμασί χθων)] … Dictionary of Greek