- σωτηρικός
σωτηρικός = σωτήριος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωτηρικός = σωτήριος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωτηρικός — ή, όν, Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί κάτι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σωτηρικά ονομασία τελετής … Dictionary of Greek