- σωτηριακόν
σωτηριακόν, τό, Kosten des Leichenbegängnisses, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωτηριακόν, τό, Kosten des Leichenbegängnisses, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωτηριακόν — τὸ, Α [σωτηρία] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς ἐκφορὰν νεκροῡ διδόμενον» … Dictionary of Greek