σωσί-οικος

σωσί-οικος

σωσί-οικος, das Haus, die Wirthschaft rettend, erhaltend, Hesych.; Erkl. von σῶκος, Apoll. L. H.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φερέοικος — η, ο / φερέοικος, ον, ΝΜΑ, και φέροικος, ὁ, Α 1. (για ζώο) αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του, όπως λ.χ., το σαλιγκάρι ή η χελώνα 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ φερέοικος·α) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ωλεσίοικος — και ὀλεσίοικος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του 2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”