- σωσί-βιος
σωσί-βιος, das Leben rettend, erhaltend, Hesych., s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωσί-βιος, das Leben rettend, erhaltend, Hesych., s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυσίβιος — ον, Α αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + βιος (< βίος), πρβλ. σωσί βιος] … Dictionary of Greek
σωσίβιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός και γραμματικός από τη Λακεδαίμονα. Έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 3o π.Χ. αι. Έγραψε Περί χρόνων ή Χρόνων αναγραφή, Περί βασιλείας, Περί Αλημάνος, Ομοιότητες, Περί των εν Λακεδαίμονι θυσιών, όπου περιγράφει… … Dictionary of Greek