συμ-μιγής

συμ-μιγής

συμ-μιγής, ές, gemischt, vermischt, verbunden; πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς, Aesch. Spt. 723; ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ κακά, Soph. O. R. 1281; Eur. Rhes. 431; Ggstz κεχωρισμένος, Plat. Legg. X, 895 c; ὑπὸ συμμιγεῖ σκιᾷ, dem ἐν ἡλίῳ καϑαρῷ entgeggstzt, dumpfig, Phaedr. 239 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιγής — μιγής, ές (Α) μικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ αποκοπήν τού β συνθετικού από σύνθ. σε μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] …   Dictionary of Greek

  • ηδυμιγής — ἡδυμιγής, δωρ. τ. ἁδυμιγής, ές (Α) αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] …   Dictionary of Greek

  • θερμομιγής — θερμομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + μιγής (< θ. μιγ , πρβλ. εμίγην τού μ[ε]ίγνυμι*), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] …   Dictionary of Greek

  • θηρομιγής — θηρομιγής, ές (Α) 1. (για τους Κενταύρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο 2. όμοιος με τών θηρίων («θηρομιγής ὠρυγή» κραυγή που μοιάζει με αυτήν τού θηρίου, Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] …   Dictionary of Greek

  • πολυμιγής — και επικ. τ. πουλυμιγής και πολυμμιγής, ές Α 1. πολύ ανάμικτος, πολύ ανακατεμένος 2. αποτελούμενος από πολλά συστατικά 3. συγκεχυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιγής (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] …   Dictionary of Greek

  • τετραμιγής — ές, Α αυτός που έχει συσταθεί από ανάμιξη τεσσάρων ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μιγής (< θ. μιγ τού μίγνυμι), πρβλ. ἀ μιγής, συμ μιγής] …   Dictionary of Greek

  • κνηκοσυμμιγής — κνηκοσυμμιγής, ές (Α) ο αναμεμιγμένος με κνήκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + συμ μιγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”