- συμ-βιβαστικός
συμ-βιβαστικός, ή, όν, zur Versöhnung, zum Vertrage, Vergleiche gehörig, dazu führend, Sp.; τὸ συμβιβαστικόν, = συμβίβασις, Plut. Alcib. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-βιβαστικός, ή, όν, zur Versöhnung, zum Vertrage, Vergleiche gehörig, dazu führend, Sp.; τὸ συμβιβαστικόν, = συμβίβασις, Plut. Alcib. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.