- συν-αγγία
συν-αγγία, ἡ, Gefäß, Babr. 27, 2, od. = συνάγκεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αγγία, ἡ, Gefäß, Babr. 27, 2, od. = συνάγκεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναγγία — ἡ, Α μέρος γεμάτο λάκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αγγία (< αγγής < ἄγγος«αγγείο»), πρβλ. κεν αγγία] … Dictionary of Greek