- στάλα
στάλα, ἡ, dor. statt στήλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάλα, ἡ, dor. statt στήλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάλα — στάλᾱ , σταλάω let drop pres imperat act 2nd sg στάλᾱ , σταλάω let drop imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) στάλᾱ , στήλη block of stone fem nom/voc/acc dual (doric) στάλᾱ , στήλη block of stone fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… … Dictionary of Greek
στάλα — η 1. σταγόνα: Άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες στάλες της βροχής. 2. μικρή ποσότητα: Μου έδωσε μια στάλα λάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάλᾳ — στάλαι , στήλη block of stone fem nom/voc pl (doric) στάλᾱͅ , στήλη block of stone fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλα(γ)ματιά — η 1. στάλα: Πέφτουν σταλαματιές από το ταβάνι του σπιτιού. 2. «σταλαματιά σταλαματιά», λίγο λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάλα(γ)μα — το 1. ροή σταγόνων. 2. ρείθρο της στέγης, υδρορρόη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάλαν — στάλᾱν , σταλάω let drop imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) στάλᾱν , σταλάω let drop imperf ind act 1st sg (doric aeolic) στάλᾱν , στήλη block of stone fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάλας — στάλᾱς , σταλάω let drop imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) στάλᾱς , στήλη block of stone fem acc pl (doric) στάλᾱς , στήλη block of stone fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταλάων — σταλά̱ων , στήλη block of stone fem gen pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
ενστάλαξη — η [ενσταλάζω] 1. η αργή εκροή υγρού στάλα στάλα 2. θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία εισάγεται με σταγόνες υγρό φάρμακο μέσα σε κάποια κοιλότητα τού οργανισμού … Dictionary of Greek