- στάδην
στάδην, adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάδην, adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάδην — in standing posture indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάδην — Α επίρρ. 1. σε όρθια στάση («στάδην ἑστῶτες ὠρύονται» στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.) 2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. στάγ δην)] … Dictionary of Greek
ισοστάδην — ἰσοστάδην (Α) επίρρ. με ίση δύναμη, με ίση αντίσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στάδην «σε όρθια στάση» (< ἵστημι), πρβλ. ορθο στάδην, συ στάδην] … Dictionary of Greek
ορθοστάδην — ὀρθοστάδην (ΑΜ) επίρρ. σε όρθια στάση («καθεύδει ὀρθοστάδην», Αιλ.) αρχ. (για ασθενή) χωρίς να είναι αναγκασμένος να κατακλιθεί, που περνά την αρρώστια στο πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδην* «ορθίως, σε όρθια στάση» (πρβλ. ισο στάδην)] … Dictionary of Greek
χοροστάδην — Μ επίρρ. σε σχήμα χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάδην «σε όρθια στάση» (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. όρθο στάδην] … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
ορθοσταδόν — ὀρθοσταδόν (Α) επίρρ. ορθοστάδην*, σε όρθια στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σταδόν (< θ. στα τού ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα σταδόν, απο σταδόν] … Dictionary of Greek
παρασταδόν — Α (επίρρ. τοπ.) πολύ κοντά, στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σταδόν (< θ. στα τού ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα σταδόν, απο σταδόν] … Dictionary of Greek
περιστάδην — Μ επίρρ. περισταδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι στα τού περι ίστημι (πρβλ. επίρρ. στάδην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συστά δην)] … Dictionary of Greek
στάδιος — ία, ον, θηλ. ιων. τ. ίη, Α 1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.) 2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό 3. στητός, ορθός, ίσος 4. (ειδικά για χιτώνα)… … Dictionary of Greek
σταδαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.) 2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ τού συστάδην σε ανοιχτό πεδίο β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» σώμα σταθερό, που… … Dictionary of Greek