- στάμνος
στάμνος, ὁ, ein irdenes Gefäß, cin Krug zum Wein; Ar. Plut. 545; στάμνους ὀγδοήκοντα οἴνου, Dem. 35, 32; auch tem., Hermipp. bei Ath. I, 29 f; vgl. S. Emp. adv. gramm. 148. 187.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάμνος, ὁ, ein irdenes Gefäß, cin Krug zum Wein; Ar. Plut. 545; στάμνους ὀγδοήκοντα οἴνου, Dem. 35, 32; auch tem., Hermipp. bei Ath. I, 29 f; vgl. S. Emp. adv. gramm. 148. 187.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάμνος — earthen jar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνος — ὁ, ἡ, ΝΜΑ πήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β τέταρτο τού 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την… … Dictionary of Greek
στάμνε — στάμνος earthen jar masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνοι — στάμνος earthen jar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνοις — στάμνος earthen jar masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνοισι — στάμνος earthen jar masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνον — στάμνος earthen jar masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνου — στάμνος earthen jar masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνους — στάμνος earthen jar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνων — στάμνος earthen jar masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνῳ — στάμνος earthen jar masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)