- στάθευσις
στάθευσις, ἡ, Erwärmung (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάθευσις, ἡ, Erwärmung (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάθευσις — scorching fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθευσις — και δ. γρφ. στάτευσις, εύσεως, ἡ, Α [σταθεύω] κάψιμο, καψάλισμα … Dictionary of Greek
στάθευσιν — στάθευσις scorching fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάτευσις — εύσεως, ἡ, Α βλ. στάθευσις … Dictionary of Greek
σταθεύσεως — σταθεύσεω̆ς , στάθευσις scorching fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)