- σταθηρός
σταθηρός, = σταϑερός, E. M; μεσημβρίας σταϑηρᾶς Alciphr. 3, 12, u. sonst, auch als v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθηρός, = σταϑερός, E. M; μεσημβρίας σταϑηρᾶς Alciphr. 3, 12, u. sonst, auch als v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθηρός — ά, όν, Α βλ. σταθερός … Dictionary of Greek
крепкостоятельный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. σταθηρός) крепкий, твердый … Словарь церковнославянского языка
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek