σταθηρότης

σταθηρότης

σταθηρότης, ητος, , = σταϑερότης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταθηρότης — ότητος, ἡ, Α βλ. σταθερότητα …   Dictionary of Greek

  • σταθερότητα — η / σταθερότης, ητος, ΝΜΑ, και σταθηρότης Α [σταθερός] η ιδιότητα του σταθερού, το να είναι κάτι σταθερό, πάγιο, μόνιμο νεοελλ. 1. (μετεωρ.) κατάσταση τής ατμόσφαιρας κατά την οποία τα στρώματα τών αέριων μαζών διαδέχονται το ένα το άλλο κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
https://greek2deu.de-academic.com/14919/%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%82 Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”