- σταθμίον
σταθμίον, τό, dim. von σταϑμός, Wage; S. Emp. adv. log. 1, 27; vgl. Poll. 10, 126.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθμίον, τό, dim. von σταϑμός, Wage; S. Emp. adv. log. 1, 27; vgl. Poll. 10, 126.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάθμιον — weight of a balance neut nom/voc/acc sg σταθμάω measure by rule imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) σταθμάω measure by rule imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμίον — σταθμάω measure by rule pres part act masc voc sg (epic doric ionic) σταθμάω measure by rule pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμίοις — στάθμιον weight of a balance neut dat pl σταθμάω measure by rule pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμίων — στάθμιον weight of a balance neut gen pl σταθμάω measure by rule pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμίῳ — στάθμιον weight of a balance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθμια — στάθμιον weight of a balance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμίο — το / σταθμίον, ΝΜΑ, και στάθμιον Α [σταθμός] νεοελλ. 1. στρ. το οπίσθιο μέρος τού κιλλίβαντα τών πυροβόλων, τού οποίου το άκρο ακουμπά στο έδαφος και αποτελεί μαζί με τους τροχούς τα σημεία στήριξης τού πυροβόλου 2. ο ρυμός τής άμαξας μσν. αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ρύση — η / ῥύσις, εως, ΝΜΑ, και ῥύησις Μ, και δωρ. τ. ῥύτις και ιων. τ. γεν. ῥύσιος, Α η ρεύση, η ροή ενός υγρού («ἐκ ῥινῶν αἵματος ῥύσιες», Ιπποκρ.) νεοελλ. φρ. «έμμηνη ρύση» ιατρ. η εμμηνόροια, η περίοδος τών γυναικών αρχ. 1. η εκροή τού λαδιού και… … Dictionary of Greek
ԿՇԻՌ — (կշռոյ, ոց.) NBH 1 1106 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. ζυγός, στάθμιον, σταθμός statera, bilanx, libra. որ եւ ԿՇԵՌ. (ռմկ. կշեռ, կշառք. արմատն երեւի քաշ, քաշել.) Գործի չափելոյ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)