σταλαγμός

σταλαγμός

σταλαγμός, , das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταλαγμός — dropping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμός — ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν [σταλάσσω] το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ. θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ. γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων …   Dictionary of Greek

  • σταλαγμός — ο στάλαγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταλαγμοῖς — σταλαγμός dropping masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμοί — σταλαγμός dropping masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμοῦ — σταλαγμός dropping masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμούς — σταλαγμός dropping masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμῶν — σταλαγμός dropping masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμῷ — σταλαγμός dropping masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλαγμόν — σταλαγμός dropping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Stalagtiten — Stalaktit und Stalagmit (englische Bildbeschriftung) Stalaktite in der Treak Cliff Cavern (Derbyshire in England) …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”