σταθμεύω

σταθμεύω

σταθμεύω, Wohnung od. Quartier haben, Appian. Mthrid. 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταθμεύω — σταθμεύω, στάθμευσα, σταθμευμένος βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταθμεύω — ΝΜΑ [σταθμός] νεοελλ. 1. (για μεταφορικά μέσα) διακόπτω την πορεία και σταματώ προσωρινά κάπου για αποβίβαση και παραλαβή επιβατών ή για σύντομη ανάπαυση 2. (για στρ. μονάδα) διακόπτω την πορεία για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σταθμεύω — στάθμευσα, σταθμευμένος, διακόπτω την πορεία για μικρό χρονικό διάστημα, σταματώ κάπου: Δε σταθμεύει αυτή η αμαξοστοιχία στην κωμόπολή μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρκάρω — σταθμεύω αυτοκίνητο ή άλλο όχημα σε κατάλληλο ή ειδικό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.parcare] …   Dictionary of Greek

  • επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • απλικεύω — (Μ ἀπλικεύω) 1. σταθμεύω, στρατοπεδεύω 2. εγκαθίσταμαι, μένω («διωγμένοι από τους Τούρκους απλίκεψαν στα νησιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. applicare (castra) «στρατοπεδεύω», κατά το πεζεύω] …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • καταλύω — (AM καταλύω) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω 3. τρώγω κατ εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη νεοελλ. 1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση 2 …   Dictionary of Greek

  • κατασκηνώνω — (AM κατασκηνῶ, όω και, άω, Μ και κατασκηνέω) 1. στήνω τη σκηνή μου κάπου, μένω στη σκηνή για ορισμένο χρόνο 2. εγκαθίσταμαι κάπου προσωρινά, σταθμεύω μσν. αρχ. αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)] …   Dictionary of Greek

  • κατασταθμεύω — (Α κατασταθμεύω) νεοελλ. (για πρόσ. ή στρατό) σταματώ κάπου για προσωρινή διαμονή, διακόπτω την πορεία, σταθμεύω αρχ. 1. βάζω σε σταθμό, σε κατάλυμα 2. (για ζώα) σταβλίζω 3. παθ. κατασταθμεύομαι παρέχω κατάλυμα σε στρατιώτες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”