- σταθμικός
σταθμικός, = σταϑμητικός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθμικός, = σταϑμητικός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθμικός — ή, ό, ΝΑ [σταθμός] νεοελλ. φρ. «σταθμική ανάλυση» χημ. τεχνική ποσοτικής χημικής ανάλυσης κατά την οποία το άγνωστο συστατικό ενός δείγματος υλικού μετατρέπεται σε μια ουσία γνωστής σύστασης που μπορεί στη συνέχεια να αποχωριστεί και να ζυγιστεί… … Dictionary of Greek
σταθμικῶν — σταθμικός by weight fem gen pl σταθμικός by weight masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμικαῖς — σταθμικός by weight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμικαί — σταθμικός by weight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμικῆς — σταθμικός by weight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμικῇ — σταθμικός by weight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμικήν — σταθμικός by weight fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Neapoli, Thessaloniki — Neapoli Νεάπολη Location … Wikipedia
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
σταθμικάς — σταθμικά̱ς , σταθμικός by weight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)