- πολεμο-φθόρος
πολεμο-φθόρος, durch Krieg verderbend, zerstörend, Aesch. Pers. 645, ἆται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμο-φθόρος, durch Krieg verderbend, zerstörend, Aesch. Pers. 645, ἆται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατοφθόρος — θανατοφθόρος, ον (Μ) αυτός που καταστρέφεται από τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. πολεμο φθόρος, πυρο φθόρος] … Dictionary of Greek
σωματοφθόρος — ον, ΜΑ αυτός που καταστρέφει το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. πολεμο φθόρος] … Dictionary of Greek
πολεμοφθόρος — ον, Α αυτός που αφανίζει κάτι με πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek