- πολεμητήριον
πολεμητήριον, τό, der Ort, von dem der Feldherr ausrückt u. seine kriegerischen Unternehmungen eröffnet, wie ὁρμητήριον, Pol. 4, 71, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμητήριον, τό, der Ort, von dem der Feldherr ausrückt u. seine kriegerischen Unternehmungen eröffnet, wie ὁρμητήριον, Pol. 4, 71, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμητήριον — head quarters of a general neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμητήριον — τὸ, Α τοποθεσία η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως ορμητήριο μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές κυρίως ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. οικη τήριον)] … Dictionary of Greek
πολεμητήρια — πολεμητήριον head quarters of a general neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)