- πολεμο-κέλαδος
πολεμο-κέλαδος, Kriegsgetöse erregend, poet. bei D. Hal. C. V. p. 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμο-κέλαδος, Kriegsgetöse erregend, poet. bei D. Hal. C. V. p. 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek